- φωκαΐς
- και φωκαιΐς, -ίδος, ἡ, ΜΑμσν.ως κύριο όν. Φωκαΐςτίτλος ποιήματος τού Ομήρουαρχ.1. γυναίκα από τη Φώκαια, πόλη τής Μικράς Ασίας2. η ευρύτερη περιοχή τής παραπάνω πόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μακεδον-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.